επαχθής

επαχθής
-ές ἐπαχθής (AM)
βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι»)
αρχ.
1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής
γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές
ενόχληση, οχληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθος «φορτίο, βάρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπαχθής — heavy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαχθής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που προκαλεί άχθος (βάρος), βαρύς, καταπιεστικός: Επαχθής φορολογία. 2. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαχθῆ — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαχθής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέστερον — ἐπαχθής heavy adverbial comp ἐπαχθής heavy masc acc comp sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθεστάτων — ἐπαχθής heavy fem gen superl pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθεστέρων — ἐπαχθής heavy fem gen comp pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέα — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθές — ἐπαχθής heavy masc/fem voc sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέστατα — ἐπαχθής heavy adverbial superl ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέστατον — ἐπαχθής heavy masc acc superl sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”