ἐπαχθής — heavy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαχθής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που προκαλεί άχθος (βάρος), βαρύς, καταπιεστικός: Επαχθής φορολογία. 2. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαχθῆ — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαχθής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστερον — ἐπαχθής heavy adverbial comp ἐπαχθής heavy masc acc comp sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθεστάτων — ἐπαχθής heavy fem gen superl pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθεστέρων — ἐπαχθής heavy fem gen comp pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέα — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθές — ἐπαχθής heavy masc/fem voc sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστατα — ἐπαχθής heavy adverbial superl ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστατον — ἐπαχθής heavy masc acc superl sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)